- πνευματόμφαλος
- (I)ὁ, Α(στον Γαλ.) ανεύρυσμα τού ομφαλού και διόγκωση του λόγω διείσδυσης αέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος+ ὀμφαλός].————————(II)-ον, Α [πνευματόμφαλος](στον Γαλ.) αυτός που πάσχει από πνευματόμφαλο.
Dictionary of Greek. 2013.