πνευματόμφαλος

πνευματόμφαλος
(I)
ὁ, Α
(στον Γαλ.) ανεύρυσμα τού ομφαλού και διόγκωση του λόγω διείσδυσης αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος+ ὀμφαλός].
————————
(II)
-ον, Α [πνευματόμφαλος]
(στον Γαλ.) αυτός που πάσχει από πνευματόμφαλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πνευματόμφαλοι — πνευματόμφαλος sufferer from umbilical hernia masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek

  • πνευμόμφαλον — τὸ, Α ο πνευματόμφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα + ὀμφαλός] …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”